Φυτό ανθεκτικό στο κρύο και τον παγετό
Φυτό ανθεκτικό στο κρύο και τον παγετό
Τα φραγκοστάφυλα έχουν τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα βιταμίνης C από όλα τα φρούτα των εύκρατων ζωνών, με 177-187mg βιταμίνης C ανά 100 γρ. καρπών), ενώ εξίσου μεγάλη
Τα φραγκοστάφυλα έχουν τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα βιταμίνης C από όλα τα φρούτα των εύκρατων ζωνών, με 177-187mg βιταμίνης C ανά 100 γρ. καρπών), ενώ εξίσου μεγάλη είναι και η θρεπτική αξία του χυμού (138 ως 186 mg/100 γρ).
Βιταμίνη C από τα πορτοκάλια, είναι πλούσια σε φυτικές ίνες και αντιοξειδωτικά στοιχεία, συμβάλλοντας αποτελεσματικά στην καταπολέμηση των ελεύθερων ριζών. Πάνω από όλα όμως, είναι ένα νόστιμο φρούτο, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική, δίνοντας εκτός από τα θρεπτικά του συστατικά και μια ιδιαίτερη γεύση σε κάθε δημιουργία.
Θρεπτική αξία
Τα φραγκοστάφυλα έχουν τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα βιταμίνης C από όλα τα φρούτα των εύκρατων ζωνών, με 177-187mg βιταμίνης C ανά 100 γρ. καρπών), ενώ εξίσου μεγάλη είναι και η θρεπτική αξία του χυμού (138 ως 186 mg/100 γρ). Αν λάβουμε υπόψη το ότι για να χαρακτηριστεί ένα προϊόν σαν «φυσική πηγή βιταμίνης C», πρέπει να περιέχει τουλάχιστον 10 γρμ ανά 100 γραμμάρια καρπού (10% των συστατικών), τότε είναι εμφανής η υπεροχή του φραγκοστάφυλου (βλ. σχετικό πίνακα κάτω αριστερά).
Η σημαντική θρεπτική αξία του φραγκοστάφυλου αυξάνεται ακόμη περισσότερο, καθώς εκτός από βιταμίνες, είναι ιδιαίτερα πλούσιο σε φυτικές ίνες, περιέχοντας πάνω από 5,5 γρ. ανά 100 γραμμάρια μούρων. Όπως είναι γνωστό, οι φυτικές ίνες είναι μείζονος σημασίας για την καλή λειτουργία του εντέρου, βοηθώντας παράλληλα τη δημιουργία συναισθήματος κορεσμού στο στομάχι.
Εκτός από τα παραπάνω, τα φραγκοστάφυλα είναι πλούσια σε βιταμίνη Ε, προβιταμίνη Α και πολυφαινόλες, φυτικές ουσίες γνωστές για την αντιοξειδωτική τους δράση, καθώς έχουν την ιδιότητα να συλλαμβάνουν τις ελεύθερες ρίζες που βλάπτουν τους ιστούς του σώματος.
Γεύση και ευελιξία στη χρήση
Εύγευστο και υγιεινό, το φραγκοστάφυλο προσφέρει εξαιρετικά θρεπτικά οφέλη, αλλά και μοναδική γεύση σε φαγητά και γλυκά. Δεν είναι λίγοι οι σεφ που το εντάσσουν στις δημιουργίες τους (στη φωτο αριστερά, φιλέτο πάπιας με μήλο και μαρμελάδα φραγκοστάφυλου), καθώς η ιδιαίτερη γλυκιά γεύση του αναδεικνύει κρεατικά, πουλερικά και κυνήγι.
Το φραγκοστάφυλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές μαγειρικές και ζαχαροπλαστικές δημιουργίες (καρπός), να πολτοποιηθεί σαν μαρμελάδα ή γλυκό, να εμπλουτίσει με το χυμό του κοκτέιλς, σε σορμπέ παγωτού, αλλά και να φαγωθεί σκέτο ή με δημητριακά το πρωί.
Η γεύση του δίνει ιδιαίτερο χαρακτήρα σε πολλές συνταγές και γλυκά, με εντυπωσιακά αποτελέσματα, ενώ το χρώμα του αποτελεί στολίδι για κάθε πιάτο.
Στην κάβα ή το μπαρ, η ανάμιξη του χυμού του με λευκό κρασί, δίνει το γνωστό κοκτέιλ Kir (ή Kir Royal, όταν αναμιγνύεται με σαμπάνια), ενώ στη Βρετανία είθισται η προσθήκη χυμού φραγκοστάφυλου σε ποτήρι μαύρης μπίρας (stout, όπως η Guinness) για μια διαφορετική εκδοχή.
Αγορά και Παραγωγή
Το φραγκοστάφυλο καλλιεργείται κυρίως στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη, με τη Βρετανία, τη Γαλλία και την Πολωνία στις πρώτες θέσεις, ενώ επιλεγμένες καλλιέργειες υπάρχουν και στην Ασία (σε περιοχές με κλίμα παρόμοιο με τη Β. Ευρώπη).
Οι χώρες αυτές, βλέπουν τις εξαγωγές τους να αυξάνονται αλματωδώς τα τελευταία χρόνια, καθώς όλο και περισσότερες έρευνες επιβεβαιώνουν την υψηλή διατροφική αξία του καρπού, ενώ πλέον η χρήση του έχει επεκταθεί και σε άλλους κλάδους, όπως η βιομηχανία καλλυντικών (αιθέρια έλαια, κρέμες περιποίησης), η φαρμακοβιομηχανία κλπ.
Η Βρετανία είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγή στην Ευρώπη. Η συστηματική καλλιέργεια φραγκοστάφυλου στη Βρετανία, ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του δεύτερου Παγκοσμίου, όταν οι πηγές βιταμίνης C άρχισαν να σπανίζουν και οι κάτοικοι αναζητούσαν τροφές πλούσιες σε θρεπτικά συστατικά.
Στην Πολωνία, οι καλλιέργειες φραγκοστάφυλου υπερτετραπλασιάστηκαν μέσα σε 20 χρόνια, από 4.700 εκτάρια το 1961 σε 18.000 εκτάρια το 1982, ανεβάζοντας την παραγωγή από 20.000 τόνους σε 59.600 αντίστοιχα. Έκτοτε, το υψηλό κόστος των εργατικών αποτέλεσε τον κύριο λόγο για τον οποίο μέρος των καλλιεργειών εγκαταλείφθηκε, ωστόσο παραμένει ακόμα και σήμερα η δεύτερη ευρωπαϊκή χώρα σε παραγωγή.
Η Γαλλία, τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός χώρα στην Ευρώπη, παράγει μεταξύ 8.000 και 11.000 τόνων ετησίως, με καλλιέργειες περίπου 3.000 εκταρίων. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της εξάγεται (κυρίως σε ασιατικές χώρες), ενώ ένα σημαντικό ποσοστό απορροφάται στην τοπική αγορά, ιδιαίτερα στην παραγωγή του λικέρ Crème de Cassis, που χρησιμοποιείται ευρέως στη χώρα.
Χαρακτηριστικά